- ακινητοποίητος
- -η, -οαυτός που δεν μπήκε σε κίνηση, σε ενέργεια: Και μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο λαός έμεινε ακινητοποίητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακινητοποίητος — η, ο [ακινητοποιώ] αυτός που δεν κινητοποιήθηκε, που δεν τέθηκε σε κίνηση, ο ακίνητος … Dictionary of Greek
ακινητοποιώ — 1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία 2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση… … Dictionary of Greek